- σχολάζω
- ΝΜΑ, και σκολάζω και σχολώ ή σχολάω και σκολώ ή σκολάω και σχολνώ ή σχολνάω και σκολνώ ή σκολνάω Ν, και βοιωτ. τ. σχολάδδω Ασταματώ να κάνω κάτι, διακόπτω την εργασία μου για να αναπαυθώ (α. «συνήθως σχολάμε στις δύο» β. «σχολάσαμε νωρίς από το σχολείο γιατί ο δάσκαλος έφυγε για το υπουργείο» γ. «σχολάζοντας ἔργων», Πλούτ.)νεοελλ.1. αργώ2. (μτβ.) α) παύω κάποιον από την εργασία του, απολύω («τόν σχόλασε χθες το αφεντικό χωρίς καμιά προειδοποίηση»)β) αφήνω ελεύθερους τους μαθητές μετά το μάθημα («δασκάλισσα, δασκάλισσα σκόλασε την Ελένη / γιατί 'ναι Σαββατόβραδο και η ψυχή μου βγαίνει», δημ. τραγούδι)3. μτφ. παύω να έχω ερωτικές σχέσεις με κάποιον («τόν σχόλασα» — τόν άφησα)4. φρ. α) «σχολάζουσα κληρονομία»(αστ. δίκ.) κληρονομία κατά την οποία το δικαστήριο, ύστερα από αίτηση εκείνου που έχει έννομο συμφέρον, διορίζει κηδεμόνα τής κληρονομίας, η οποία θεωρείται ότι σχολάζει, επειδή ο κληρονόμος είναι άγνωστος ή δεν είναι βέβαιο ότι αποδέχθηκε την κληρονομίαβ) «σχολάζων επίσκοπος»(καν. δίκ.) καθένας από τους αρχιερείς οι οποίοι δεν ποιμαίνουν τοπική Εκκλησία, όχι όμως επειδή έχουν τιμωρηθεί για συγκεκριμένα κανονικά παραπτώματα, αλλά για άλλους λόγους, όπως είναι η παραίτηση, η μη αποδοχή τους στην επισκοπή ή η απομάκρυνσή τους από την επισκοπή κ.ά.μσν.-αρχ.1. έχω ελεύθερο χρόνο, αναπαύομαι2. (με απρμφ.) μού περισσεύει χρόνος να κάνω κάτι3. (με δοτ.) καταγίνομαι με κάτι («σχολάζειν φιλοσοφία», Λουκιαν.)4. (με δοτ. προσ.) αφοσιώνομαι σε κάποιον («πρὶν τοῑς φίλοις αὐτὸν σχολάσαι καὶ συγγενέσθαι», Ξεν.)5. προορίζομαι για κάποιον6. ακούω τις παραδόσεις κάποιου, είμαι μαθητής ή και οπαδός κάποιου (α. «σχολάζειν τοῑς φιλοσόφοις», επιγρ.β. «σχολάζειν μετ' Ἐπικούρου», Φύλαρχ.)7. (γενικά) παίρνω μαθήματα, σπουδάζω («σχολάζειν ἐπὶ Παλλαδίω», Φιλόδ.)8. παραδίδω μαθήματα, («σχολάζειν Ἀθήνησιν», Φιλόδ.)9. χάνω τον καιρό μου, χρονοτριβώ10. μτφ. α) (για πράγμ.) είμαι σε αχρησίαβ) (για θέση, καθέδρα) είμαι κενή, δεν έχω κάτοχογ) είμαι ανεπιτυχήςδ) (για τόπο) είμαι τελείως άδειος, κενός («οἶκος σχολάζων», ΚΔ)ε) (για γυναίκα) είμαι ανύπαντρη11. φρ. «σχολάζω καλῶς» — δαπανώ τον ελεύθερο χρόνο μου εποικοδομητικά (Αριστοτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < σχολή / σκόλη (για τη σημ. τού ρ. βλ. λ. σχολή). Οι νεοελλ. τ. σχολνώ/ σχολώ σχηματίστηκαν από τον αόρ. ἐσχόλασα κατά το σχήμα (ε)πείνασα: πεινώ].
Dictionary of Greek. 2013.